- ξύπνος
- ο, και ξύπνο, το1. η κατάσταση τής εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς τον ύπνο2. (η γεν. ως επίρρ.) ξύπνου- σε κατάσταση εγρήγορσης, άγρυπνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνώ, κατά το ύπνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυπνός — ή, ό ξύπνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξυπνώ (πρβλ. δύστυχος: δυστυχώ)] … Dictionary of Greek
ξύπνιος — α, ο 1. ξυπνητός, άγρυπνος, αυτός που δεν κοιμάται 2. μτφ. έξυπνος, ευφυής 3. το αρσ. ως ουσ. ο ξύπνιος εγρήγορση, αφύπνιση, ξύπνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνός + κατάλ. ιος, κατά το σχήμα ορθός: όρθιος] … Dictionary of Greek
έξυπνος — η, ο επίρρ. α και ξυπνός, ή, ό και ξύπνιος, ια, ιο επίρρ. ια 1. που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, που δεν κοιμάται, ξυπνητός: Ύστερ από το ξενύχτι, παραδέρνω έξυπνος ακόμα (Κ. Παλαμάς). – Έξυπνος κι ονειρεύεται (Α. Βαλαωρίτης). 2. μτφ., ευφυής, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύπνο — ξύπνο, το και ξύπνος, ο κατάσταση αυτού που δεν κοιμάται: Το είδες στον ύπνο ή στον ξύπνο σου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)